Ασουάν

Ασουάν
(Aswàn). Πόλη (1.113.500 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, στην Άνω Αίγυπτο, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (679 τ. χλμ.). Η πόλη είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Συήνης. Εκτείνεται κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Νείλου, επάνω σε μια χαμηλή κοιλάδα που σχηματίστηκε από προσχώσεις και το ανατολικό τμήμα της φτάνει σε μερικά υψώματα μέχρι τις παρυφές του αραβικού υψιπέδου. Το εμπόδιο που παρεμβάλλεται στην ποταμοπλοΐα από τον μεγάλο καταρράκτη τον οποίο σχηματίζει εδώ ο Νείλος, περνώντας πάνω σε ένα φράγμα κρυσταλλικών βράχων, παρακάμπτεται από ένα κανάλι με δεξαμενές. Σε μια αρκετά υποβλητική τοποθεσία, ανάμεσα σε κήπους και δάση από φοινικιές, απέναντι στο νησάκι Ελεφαντίνη, το Α. είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα τουριστικά κέντρα της χώρας με εξοπλισμό πολυτελών ξενοδοχείων. Ο πληθυσμός, εκτός από τον τουρισμό, στηρίζεται οικονομικά στις προσόδους που του προσφέρει η αγροτική δραστηριότητα, η κτηνοτροφία, η χημική βιομηχανία, η βιομηχανία τροφίμων και, τέλος, η εξόρυξη συηνίτη (από την αρχ. ελλ. ονομασία του Α., Συήνη), μιας ηφαιστειογενούς πέτρας, την οποία χρησιμοποιούσαν ήδη στην αρχαιότητα για την κατασκευή κολοσσιαίων έργων. Μια σιδηροδρομική γραμμή 890 χλμ. συνδέει το Κάιρο με το Α. που φτάνει περίπου δέκα χιλιόμετρα Ν της πόλης έως το Σαντ ελ Αλί, όπου βρίσκεται το ομώνυμο φράγμα πάνω στον Νείλο, ύψους 114 μ. και μήκους 3,6 χλμ. Το φράγμα αυτό έγινε αιτία να δημιουργηθεί μια τεχνητή λίμνη, η Νάσερ, η οποία απλώνεται σε έκταση 560 χλμ. πολύ πέρα από τα σύνορα με το Σουδάν. Η λίμνη αυτή ρυθμίζει τη συρροή των υδάτων στον ρου του μέσου Νείλου, τροφοδοτεί την άρδευση 10 εκατ. στρεμμάτων γης και, τέλος, με μια σειρά υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων μπορεί να παράγει κατά μέσο όρο 9-10 δισ. κιλοβατώρες τον χρόνο. Το φράγμα του Σαλάλ στον Νείλο, κοντά στο Ασουάν, που κατασκευάστηκε μεταξύ 1898 και 1902, διευρύνθηκε δυο φορές. Νοτιότερα υπάρχει το νέο φράγμα, μεγαλύτερων διαστάσεων, η σημασία του οποίου για τον οικονομικό μετασχηματισμό της Αιγύπτου θεωρείται θεμελιώδης. Φωτογραφία του Νείλου στην περιοχή του φράγματος του Ασουάν από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Αύγουστο του 1992, από ύψος 306 χλμ. Το φράγμα, που διακρίνεται αμυδρά στο πάνω μέρος της φωτογραφίας, ολοκληρώθηκε το 1971, σχηματίζοντας τη λίμνη Νάσερ, μια από τις μεγαλύτερες τεχνητές λίμνες του κόσμου (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov) Ο καθεδρικός ναός της Ασουνσιόν χτίστηκε στις αρχές του 19ου αι. (φωτ. Vachon). Η πλατεία Ουρουγουάης στην πόλη Ασουνσιόν, την πρωτεύουσα της Παραγουάης (φωτ. Andi).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αμπού Σίμπελ — Τοποθεσία της Κάτω Νουβίας, μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου καταρράκτη του Νείλου, όπου ο φαραώ Ραμσής B’ (13ος αι. π.Χ.) διέταξε να λαξευτούν στον βράχο δύο μεγάλοι ναοί, αφιερωμένοι ο μεν ένας και μεγαλύτερος στους θεούς Άμμωνα Ρα και Φθα, ο …   Dictionary of Greek

  • Κομ Όμπο — (Kawm Umb). Πόλη (60.900 κάτ. το 2003) της Άνω Αιγύπτου, στην επαρχία Ασουάν. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, 50 χλμ. από την πόλη Ασουάν. Η Κ.Ο. ιδρύθηκε στα χρόνια των Πτολεμαίων με την ονομασία Νουβίτις, σε λόφο που δεσπόζει στην… …   Dictionary of Greek

  • Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίνη — Νησίδα στον Νείλο, στην Άνω Αίγυπτο, απέναντι από την αρχαία Συήνη (σημερινό Ασουάν). Το νησί ήταν ονομαστό κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 6ης και της 11ης φαραωνικής δυναστείας, αλλά στην περίοδο της ελληνικής και της ρωμαϊκής κυριαρχίας γνώρισε… …   Dictionary of Greek

  • νουβικός — ή, ό [Νουβία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νουβία ή αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στην περιοχή αυτή 2. φρ. «νουβικές γλώσσες» γλωσσ. ομάδα γλωσσών, κυρίως τού μεσημβρινού Νείλου, οι οποίες μιλιούνται στην Αίγυπτο και στο Σουδάν, ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”